- συνθεώμαι
- -άομαι, Α(αποθ.)1. (για θεατές κατά τη διάρκεια αγώνων) βλέπω, παρακολουθώ μαζί με άλλον ή με άλλους2. εξετάζω κάτι μαζί με άλλον ή με άλλους3. μτφ. περιλαμβάνω μία οπτική εικόνα σε ένα μόνο βλέμμα μου, ρίχνω μόνον μια ματιά («συνθεασάμενος ἀτάκτως παραπλέοντα τὸν... στόλον», Πολ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + θεῶμαι «βλέπω, παρακολουθώ»].
Dictionary of Greek. 2013.